- αδωναι
- N 0-1-0-0-0=1 1 Sm 1,11= אדני Lord (addressing God), see also Ez 36,33.37 ms. B Cf. KASE 1938 48-51(Ez 36,33.37)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
Αδωναΐ — Εβραϊκή ονομασία του Θεού, που σημαίνει Κύριός μου.Με την ονομασία αυτή αποφεύγεται για λόγους ευλάβειας και φόβου η χρήση του ιερού και άρρητου ονόματος του Θεού και τονίζεται ιδιαίτερα η σχέση υποταγής και εξάρτησης που υπάρχει ανάμεσα στη… … Dictionary of Greek
Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… … Dictionary of Greek
Адонаи — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. собств. греч. Ἀδωναΐ с древнеевр. Adonai сильный,… … Словарь церковнославянского языка
ABRACADABRA — de quo nomine interpretando Wendelinus et Scaliger, forsan etiam Salmasius, et Kircherus frustra laborârunt. An Deum hôc nomine appellati iuvat? Aut hôc chartae inscriptô vim suam exserer opottet? Tamen valet ad curandum morbum Hemitritaeum, si… … Hofmann J. Lexicon universale